στιχαροφελόνιον — και στιχαροφαινόλιον, το, Μ χιτώνας και επενδύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < στιχάριον + φελόνιον / φαινόλιον (βλ. λ. φαιλόνι[ον]) «άμφιο πρεσβυτέρου»] … Dictionary of Greek
φαιλόνιο — το / φαιλόνιον, ΝΜΑ, και φαιλόνι και φελόνι Ν, και φελόνιον ΜΑ, και φαιλώνιον και φελώνιον και φαιλόνιν και φελόνιν και ύφελώνιον και φενώλιον και φενόλιον Μ [φαιλόνης] διακριτικό, λειτουργικό άμφιο τών πρεσβυτέρων, κωνοειδής μανδύας χωρίς… … Dictionary of Greek
φαιλώνιον — τὸ, Μ βλ. φαιλόνι … Dictionary of Greek
φαινόλης — και δωρ. τ. φαινόλας και φαινούλης και φενόλης, ὁ, Α χοντρό πανωφόρι που φορούσαν πάνω από τον χιτώνα σε καιρό βροχής και, γενικά, κακοκαιρίας, αλλ. φαινόλη* (Ι). [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τού καθημερινού λεξιλογίου σχηματισμένη από το ρ. φαίνω με το επίθημα… … Dictionary of Greek
φαινόλι(ο) — το βλ. φαιλόνι(ο) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)